ἀποκομίσῃ

ἀποκομίσῃ
ἀποκομίζω
carry away
aor subj mid 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 3rd sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind mid 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
aor subj mid 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 3rd sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκόμιση — Φαινόμενο που συντελεί στη μεταφοράτων επιφανειακών υλικών του στερεού φλοιού της Γης και, μακροπρόθεσμα, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των γήινων προεξοχών και κοιλωμάτων και την… …   Dictionary of Greek

  • Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent …   Wikipedia Español

  • αμητός — ο (Α ἀμητός) [ἀμῶ] 1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό 2. ο θεριζόμενος καρπός νεοελλ. 1. κάθε συγκομιδή 2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών …   Dictionary of Greek

  • αποκομιδή — ἀποκομιδή, η (Α) [αποκομίζω] 1. αποκόμιση, μεταφορά 2. επιστροφή, επάνοδος …   Dictionary of Greek

  • εκγύμνωση — η 1. το ξεγύμνωμα 2. η αποκόμιση τών αποσαθρωμάτων από τις διάφορες γεωλογικές δυνάμεις (άνεμο, βροχή κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • εκκομιδή — η (AM ἐκκομιδή) εκφορά νεκρού, κηδεία αρχ. 1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος 2. αποκόμιση ακαθαρσιών …   Dictionary of Greek

  • εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… …   Dictionary of Greek

  • εκφόρησις — ἐκφόρησις, η (AM) μσν. κηδεία, εκφορά νεκρού αρχ. αποκόμιση …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγώγηση — η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ] αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”