αποκόμιση — Φαινόμενο που συντελεί στη μεταφοράτων επιφανειακών υλικών του στερεού φλοιού της Γης και, μακροπρόθεσμα, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του. Η δράση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξομάλυνση των γήινων προεξοχών και κοιλωμάτων και την… … Dictionary of Greek
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español
αμητός — ο (Α ἀμητός) [ἀμῶ] 1. συγκομιδή καρπών από τον θερισμό 2. ο θεριζόμενος καρπός νεοελλ. 1. κάθε συγκομιδή 2. αποκόμιση πνευματικών αγαθών … Dictionary of Greek
αποκομιδή — ἀποκομιδή, η (Α) [αποκομίζω] 1. αποκόμιση, μεταφορά 2. επιστροφή, επάνοδος … Dictionary of Greek
εκγύμνωση — η 1. το ξεγύμνωμα 2. η αποκόμιση τών αποσαθρωμάτων από τις διάφορες γεωλογικές δυνάμεις (άνεμο, βροχή κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εκκομιδή — η (AM ἐκκομιδή) εκφορά νεκρού, κηδεία αρχ. 1. μεταφορά σε ασφαλές μέρος 2. αποκόμιση ακαθαρσιών … Dictionary of Greek
εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… … Dictionary of Greek
εκφόρησις — ἐκφόρησις, η (AM) μσν. κηδεία, εκφορά νεκρού αρχ. αποκόμιση … Dictionary of Greek
κερδοσκοπία — Οικονομική ενέργεια που συνίσταται στην αγορά εμπορευμάτων στην τρέχουσα τιμή με σκοπό τη μελλοντική μεταπώληση, με την ελπίδα πως στο μεσοδιάστημα αγοράς πώλησης η τιμή των εμπορευμάτων θα ανεβεί σημαντικά. Διακρίνεται από τη συνήθη εμπορική και … Dictionary of Greek
λαφυραγώγηση — η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ] αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας … Dictionary of Greek